- ετεροπλαστική
- ηεγχείρηση κατά την οποία χρησιμοποιείται ετερόλογο μόσχευμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroplastic < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -plastic (πρβλ. πλαστικός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετερομεταμόσχευση — η ιατρ. η μεταμόσχευση κατά την οποία το μόσχευμα λαμβάνεται από άτομο διαφορετικού είδους, ετεροπλαστική μεταμόσχευση ή ετεροπλαστία … Dictionary of Greek